- ασπίδα
- Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο έλασμα που στερεώνεται στον κιλλίβαντα του πυροβόλου για να προστατεύει τους χειριστές κυρίως από τα θραύσματα βλημάτων που εκρήγνυνται κοντά στο πυροβόλο. Ως ατομικό αμυντικό όπλο η α. χρησιμοποιήθηκε από τα πανάρχαια χρόνια και από όλους τους λαούς·αρχικά ήταν από ξύλο ή δέρμα, έπειτα ενισχύθηκε με μεταλλικά δεσίματα και αρκετά αργότερα άρχισε να κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου από μέταλλο. Με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων η α. εξαφανίζεται, εξακολουθούν όμως να τη χρησιμοποιούν ορισμένοι πρωτόγονοι λαοί. Το σχήμα της α. υπήρξε ποικίλο κατά καιρούς και στους διάφορους λαούς·οι ασιατικοί λαοί χρησιμοποιούσαν κυρίως στρογγυλές α. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν περισσότερο ωοειδείς α. με διαστάσεις ικανές να προστατεύουν ολόκληρο το σώμα. Η α. ήταν ελαφρώς κυρτή για να εκτρέπονται τα βέλη και συχνά είχε στο κεντρικό τμήμα της προεξοχή, τον ομφαλό, για να κάνει λιγότερο αποτελεσματικά τα χτυπήματα των σπαθιών στις συγκρούσεις από μικρή απόσταση. Την α. κρατούσαν οι πολεμιστές από τον πόρπακα, δερμάτινο λουρί στο μέσο του εσωτερικού της τμήματος και τον τελαμώνα, που αργότερα τον αντικατέστησε μια άλλη λαβή, το όχανο. Ήταν κατασκευασμένη άλλοτε από δέρματα βοδιού (βοειή), άλλοτε από χαλκό (πάγχαλκος) και άλλοτε πάλι και από τα δύο αυτά υλικά. Την εξωτερική της επιφάνεια κάλυπταν διάφορα κοσμήματα που αρχικά ήταν εικόνες προορισμένες να προκαλέσουν τρόμο στον αντίπαλο (κεφάλι Μέδουσας, λέοντες, Τυφών με φίδια κλπ.), ενώ αργότερα ήταν σημεία αναγνώρισης ή εμβλήματα. Ως προς το σχήμα οι α. παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία: οι μυκηναϊκές α. είχαν σχήμα 8 ή τετραγωνικό και κάλυπταν το σώμα από τον λαιμό μέχρι τα πόδια (o Όμηρος τις αποκαλεί ποδηνεκείς). Αργότερα αρχίζει να μειώνεται το μήκος τους και στην κλασική εποχή φτάνουν περίπου το 1 μ. Είναι συνήθως στρογγυλές ή ελλειψοειδείς με δύο εντομές στα πλάγια (βοιωτική α. ή θυρεός). Υπήρχε επίσης και άλλη στρογγυλή α. με σιδερένιο σκελετό (πάρμη) που τη χρησιμοποιούσαν οι ιππείς και οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί μάλλον ως όπλο για τις γιορτές παρά ως αμυντικό. Τέλος, η πέλτη ήταν ελαφριά α. από κλαδιά ιτιάς σκεπασμένα με δέρμα βοδιού και είχε σχήμα μισοφέγγαρου· αρχικά τη χρησιμοποιούσαν θρακικά μισθοφορικά σώματα, οι πελταστές και αργότερα ελαφρά οπλισμένοι Έλληνες πολεμιστές που πήραν κι αυτοί το ίδιο όνομα.
Οι Ρωμαίοι, μετά τις ωοειδείς α. ελληνικής προέλευσης, άρχισαν να χρησιμοποιούν στρογγυλή α. (clipeus) και αργότερα ορθογώνιες α. σαμνιτικής προέλευσης, ύψους 1,20 μ. και κυρτές στη μικρή πλευρά (scutum). To ιππικό είχε μικρή στρογγυλή α. (parma).
Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ελλειψοειδή α. ύψους 1,6 μ. και συχνά, για τους πρώτους ζυγούς, με αιχμή στον ομφαλό. Την ονόμαζαν σκουτάρινθυρεό. Οι βάρβαροι είχαν κατά κανόνα α. πολύ μεγάλες, από τις οποίες ξεχώριζαν η μεροβιγγιανή α., στρογγυλή με ομφαλό, και η νορμανδική, σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου με καμπυλωτές τις δύο ίσες πλευρές, τύπο που χρησιμοποίησαν και οι Σταυροφόροι. Στα τελευταία χρόνια του Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα η μικρή στρογγυλή α. με αιχμή στο κέντρο αντί του ομφαλού και η μεγάλη ορθογώνια α. που στηριζόταν στο έδαφος και την κρατούσε ο στρατιώτης για να προστατεύεται από τις βαλλίστρες. Από τον 13o αι. και ύστερα χρησιμοποιήθηκε μια σχετικά μικρή α., συχνά τριγωνική, με μια εγκοπή στα δεξιά για να περνά η λόγχη. H α. στην αρχαιότητα ήταν πλούσια διακοσμημένη, προπάντων από την εποχή που επικράτησε η συνήθεια να αφιερώνουν στους θεούς οι πολεμιστές όχι μόνο τα όπλα τους ή τα όπλα του νικημένου εχθρού, αλλά και ομοιώματα α. από πολύτιμα μέταλλα (αναθηματικές α.). Και στα μεταγενέστερα χρόνια η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε, ιδιαίτερα μάλιστα από τον 14o έως τον 16o αι. οι α., και μάλιστα όσες χρησιμοποιούσαν σε τελετές και παρελάσεις, είχαν ποικίλη εγχάρακτη και ανάγλυφη διακόσμηση.
Αρχαία κρητική ασπίδα σε τοιχογραφία (Μουσείο Ηρακλείου).
Μικρή στρογγυλή ασπίδα με αιχμή στο κέντρο αντί του ομφαλού (ροτέλα) του 16ου αι. (Κρατική συλλογή όπλων, Τορίνο).
Ασπίδα με ζωγραφισμένο ανθρώπινο κεφάλι, που τη χρησιμοποιούσαν στη Νέα Γουινέα (Μουσείο Πιγκορίνι, Ρώμη).
Ξυλεία ασπιδόσπερμου στην Αργεντινή, ο φλοιός του οποίου χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και τα φύλλα του στην κατεργασία δερμάτων (φωτ. Sef).
* * *η (AM ἀσπίς, -ίδος)1. αρχαιότατο αμυντικό όπλο, κατασκευασμένο από δέρμα βοδιού στερεωμένο πάνω σε ξύλινο σκελετό, ο οποίος περιβάλλεται από μετάλλινη άντυγατο σχήμα του είναι συνήθως κυκλικόστο κέντρο της εξωτερικής του επιφάνειας υπάρχει προεξοχή («ομφαλός») που περιβάλλεται από μετάλλινες πλάκεςκρατιέται κυρίως με το αριστερό χέρι από λουρί τοποθετημένο στην εσωτερική του επιφάνεια2. προστασία, μέσο προστατευτικό, βοήθεια3. φαρμακερό φίδι της τάξης των εχιιδώνμσν.- νεοελλ.ο μυθικός δράκος που εξοντώθηκε από τον άγιο Γεώργιοαρχ.Ι. 1. στράτευμα, στρατός2. μάχη3. στρογγυλό ρηχό κύπελλο4. κόσμημα σε σχήμα φιδιούII. φρ.1. «ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι... ἐτάξαντο» — παρατάχθηκαν σε βάθος είκοσι πέντε ανδρών (Θουκ.)2. «τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἄν» — θα προτιμούσα τρεις φορές να μπώ στη μάχη (παρά να γεννήσω μια φορά) (Ευρ.)3. «ασπίδα τίθεμαι»α) υπηρετώ στον στρατό (Πλάτ.)β) καταθέτω τα όπλα (Ξεν.)4) «ἀσπίδα ἀναδέχομαι» ή «... αἴρω» — υψώνω την ασπίδα δίνοντας το σήμα για τη μάχη (Ηρόδ., Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ασπίς χρησιμοποιήθηκε ήδη από την ομηρική εποχή για να δηλώσει κυρίως τη στρογγυλή ασπίδα, σε αντίθεση με τη μεγάλη, μακριά ασπίδα, που κάλυπτε όλο το σώμα του πολεμιστή και έφερε το όνομα σάκος. Επίθετα που χαρακτηρίζουν την ασπίδα στον Όμηρο είναι εύκυκλος, ομφαλόεσσα, στον δε Ηρόδοτο κυκλοτερής. Πρόκειται για τ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολογίας, για την ερμηνεία του οποίου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η ετυμολόγηση του ασπίς από το *αν-σπίς (πρβλ. σπίδιον «μακρόν», σπιδής, -έος κ.λπ.) με τη σημασία «επιφάνεια που εκτείνεται κατά μήκος του πολεμιστή» δεν ικανοποιεί, αφού οι τύποι με τους οποίους συσχετίζεται είναι αμφίβολης σημασίας και ετυμολογίας. Μη ικανοποητική θεωρείται και η σύνδεση με το λιθ. skỹdas. Εξάλλου η προσπάθεια συσχετισμού του τ. ασπίς με το αρχ. άνω γερμ. aspa «το δέντρο κερκίς» (λόγω του ότι η πιο αρχαία ασπίδα πριν από τον Όμηρο ήταν ξύλινη) προσκρούει στο γεγονός ότι αρχικά ο γερμ. τ. είχε -ps- και όχι -sp-, πράγμα που ενισχύεται και από παρεμφερείς τύπους της ΙΕ. (πρβλ. λετ. apse, αρχ. πρωσ. abse, ρωσ. osina < *ospina) Ενδιαφέρουσα είναι η συσχέτιση του τ. με ονομασία δέντρου. Τέλος είναι πιθανή η άποψη σύμφωνα με την οποία ο τ. ασπίς αποτελεί δάνεια λ. που παρελήφθη από τους Έλληνες μαζί με το αντικείμενο που δήλωνε. Όσον αφορά στον τ. ασπίς «φαρμακερό φίδι της τάξεως των εχιιδών», πιθανότερη θεωρείται η ερμηνεία ότι η ονομασία του οφείλεται στο ασπίς (λόγω του κυκλικού, όμοιου με ασπίδα ή δίσκο, σχήματος του εξογκωμένου λαιμού του ερπετού τη στιγμή της επιθέσεως) έναντι της υποθέσεως ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική.ΠΑΡ. ασπιδίσκηαρχ.ασπίδιον, ασπιδιώτης και ασπιδίτης, ασπιδόεις, ασπιστήρ και ασπίστωρ και ασπιστήςαρχ.-μσν.ασπίζωμσν.ασπιδίσκος.ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. ασπιδαποβλής, ασπιδηστρόφος, ασπιδηφόρος, ασπιδογοργών, ασπιδόδηκτος, ασπιδόδουπος, ασπιδοειδής, ασπιδοπηγός, ασπιδοποιός, ασπιδούχος, ασπιδοφέρμωνμσν.ασπιδόγονος, ασπιδοχελώνηνεοελλ.ασπιδογαστήρ, ασπιδόκερας, ασπιδόσπερμα κ.ά.(β' συνθετικό, -ασπις) ρίψασπιςαρχ.άνασπις, γλώσσασπις, λεύκασπις, μίκρασπις, όμασπις, πολύασπις, σμίκρασπις, χάλκασπιςαρχ.-μσν.χρύσασπις].
Dictionary of Greek. 2013.